-
1 κασσύω
A stitch, sew together like a shoemaker, Pl.Euthd. 294b;πέδιλα Nic.Fr.85.6
:—[voice] Med. (nisi leg. καττύομεν), Pherecr.178.II metaph., stitch up a plot, οἶδ' ἐγὼ τὸ πρᾶγμα τοῦθ' ὅθεν πάλαι καττύεται (says Cleon the tanner), I know the shop that this piece of leather comes from, Ar.Eq. 314;καττύειν διαβολάς Alciphr.3.58
.
См. также в других словарях:
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek